Η βροχή έφυγε και άφησε πίσω της μια κόκκινη σκόνη.
Λάσπη.
Η Βροχή ήταν βρόμικη, σαν τις ψυχές των ανθρώπων της πόλης που επισκέφτηκε.
Ο Κάηλ είχε πιεί το μισό από το ουίσκι του και σ αυτό όφειλε την ποιητική του διάθεση, πράγμα φυσικό αλλά που ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με το αναμενόμενο από ένα πληρωμένο φονιά που μόλις είχε ξεφύγει από τους μπάτσους μετά τη δημόσια δολοφονία που έφερε εις πέρας.
Τις καινούριες ουλές του θα τις όφειλε στην ροπή του για το δραματικό, που τον ώθησε να μπεί στην εταιρία Κβίμαν σαν αντιπρόσωπος της φίρμας δικηγόρων που συνεργαζόταν η εταιρεία, να εισβάλει με ύφος αγέρωχο στο γραφείο του Τζον Κβίμαν, να μπεί παγώνοντας με το βλέμμα του τη γραμματέα του κα να τοον μαχαιρώσει γρήγορα αλλά με φονική ακρίβεια.Και όλα αυτά πίσω από τους γυάλινους τοίχους που είχε ο Κβίμαν έτσι ώστε οι υπάλληλοί του να ξέρουν ότι τους παρακολουθούσε. Τελικά όμως το τελευταίο, ψυχρό γέλιο το είχαν αυτοί. Η σκέψη έκανε τον Κάηλ να χαμογελάσει και το μετάνιωσε καθώς το πλευρό του διαμαρτηρήθηκε έντονα κ αυτός βλαστήμησε.
Παρόλα αυτά η δίαθεσή του ανέβηκε κάμποσο κατεβάζοντας αντίστοιχα τη στάθμη του Καπετάνιου Τζάκ και ο Κάηλ κόντεψε ν αντιδράσει πραγματικά στην ανάμνηση του φρουρού που έκανε το λάθος να του ορμήσει, όπως και πριν, ο Κάηλ πήγε να περιστρέψει τον κορμό του αποφεύγοντας το χτήπημα και αφήνοντας το μυαλό του να διαλέξει μια από τις κινήσεις των πολεμικών τεχνών που κατείχε να αχρηστεύσει τον φρουρό. Συνειδητοποίσε πως δε θυμόταν το ανέβασμα των σκαλιών,σιγά μην παγίδευαν εναν επαγγελματία σαν κ αυτόν στο ασανσέρ,θυμόταν όμως τον κρότο της πρώτης σφαίρας της ημέρας καθώς οι ειδοποιημένοι από κάποιο ψύχραιμο υπάλληλο μπάτσοι τον κύκλωνας από μακρυά...
Ο αριθμός τους έπεσε στο ήμισι μαζί με τα κορμιά των δυο που διάλεξε να χαρίσει τον γρήγορο θάνατο με τα επιστρεφόμενα μαγικά στιλέτα του. Χωρίς να τα περιμένει ή να κόψει ταχύτητα, γύρισε προς τα πίσω και τράβηξε τις δίδυμες μπερέτες του τη στιγμή που οι δυο αντίπαλοί του έσκιζαν με τις σφαίρες το μάγουλο και το πλευρό του. Χρησιμοποιώντας την ορμή της σφαίρας για να ενισχύσει την βουτιά του, βρήκε καταφύγιο πίσω από μια κολώνα, απ όπου όρθιος, με το σώμα του και το χέρι του να σχηματίζουν Γ πέτυχε στο κεφάλι τους δυο φρουρούς με ισάριθμες ψύχραιμες βολές μέσα από τον πανικό των σφαιρών που σπαταλούσαν οι αντίπαλοί του προσπαθώντας να τον καθηλώσουν.
Το κενό μνήμης χτήπησε πάλι, ενισχημένο από την τελευταία, λαίμαργη γουλιά ουίσκυ, και ο Κάηλ βρέθηκε να παλεύει με ένα θυριώδη αλήτη που είχε βάλει στο μάτι το παλτό του. Ο Κάηλ το αγαπούσε το παλτό του, είχε αιμορραγήσει κάμποσες φορές μέσα σ' αυτό, κ έτσι δε δίστασε να πετάξει τον τύπο στον τοίχο με άλλη μια χρίσιμη λαβή. Όμως το αληταράς δεν ήταν μόνος, όμοιος στη δειλία και τη βρομιά με τους μπάτσους της πόλης, εκτελούσε πειθήνια εντολές, τις εντολές του "γεράκου" που προσποιούμενος ελεημοσύνη παρέσερνε τους καλόπιστους στο σοκάκι τους και που τώρα κάρφωνε το μαχαίρι του στον δεξί πνεύμονα του Κάηλ. Άστοχη επιλογή, όπως και το να του την πέσουν σκέφτηκε ο δολοφόνος, αφού στην αριστερή πλευρά ο αδαής ίσως να τον είχε πετύχει στην καρδιά καθυστερόντας τον ίσως αρκετά ώστε να τον συλήσουν, αφού η έμφυτη ικανότητα του της αναγέννησης θα τον επανέφερε, ίσως όχι τόσο γρήγορα και εντυπωσιακά όσο τον Γούλβεριν,αλλά το ίδιο αποτελεσματικά.
Επιτέλους ο Κάηλ κοιμήθηκε, έχοντας πάντως την αίσθηση ότι τον παρακολουθούσαν.
Ήξερε πως κάτι τέτοιο ήταν απίθανο αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να προετοιμάσει νοερά την εξαφάνισή του.
Λίγο χρόνο να βρεις να δεις το αισθάνομαι
Πριν από 6 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου